Πέμπτη 22 Νοεμβρίου 2012

Τα τριαντάφυλλα των Χριστουγέννων



Κάποτε, σε μια παγωμένη χώρα, ζούσε μια νεαρή κοπέλα που την έλεγαν Ρεγγίνα. Ήταν 16 χρονών και ζούσε με τον παππού και το μικρό της αδελφό, τον Τίτο. Ο μπαμπάς και η μαμά δούλευαν μακριά σε μια άλλη χώρα. Ούτε τα Χριστούγεννα δεν μπορούσαν να έρθουν να δουν τα δύο παιδάκια τους που μεγάλωναν μακριά και άλλαζαν κάθε μέρα και περισσότερο. Μα και τα παιδιά, είχαν πάψει πια να θυμούνται πώς είναι το πρόσωπο της μαμάς, πώς ηχεί το γέλιο του μπαμπά...


Αυτό το βράδυ, η Ρεγγίνα καθόταν στο παγκάκι, σ’ ένα παρκάκι κοντά στο σχολείο της, που είχε εδώ και ώρες κλείσει για τις ημέρες των γιορτών. Το απόγευμα, είχε το θεατρικό του ο Τίτο, στο δημοτικό σχολείο που πήγαινε. Η Ρεγγίνα πήγε και τίμησε τον αδελφούλη της και ύστερα, τον έστειλε στο σπίτι. Εκείνη όμως δεν γύρισε. Είχε στα χέρια της την κάρτα που είχε λάβει από τους γονείς της. ’’Αγαπημένα μας παιδιά, καλά Χριστούγεννα κι Ευτυχισμένος ο Καινούργιος Χρόνος!’’ Πάλι δεν θα έρχονταν. Τι να την έκανε τη μαμά από χαρτί και το μπαμπά από ευχές; Εκείνη τους ήθελε κοντά της και κοντά στον αδελφό της. Δάκρυα κύλησαν από τα μάτια της και τα κόκκινα μαλλιά της μούσκευαν αργά από το χιόνι.
Καθώς κυλούσαν τα δάκρυά της και πάγωναν στα μάγουλά της, είδε μια θολή φιγούρα να πλησιάζει. Αρχικά φοβήθηκε, μήπως ήταν κάποιος κακοποιός. Ήταν όμως μια μκρόσωμη σιλουέτα τριγυρισμένη από φως. Πλησιάζοντας κι άλλο το ον αυτό, η Ρεγγίνα είδε μια κοπέλα πολύ λεπτή, και σα να ήταν πλασμένη από ασημένιο φως. Τα μαλλιά της αιωρούνταν γύρω, σαν κλωστές από μετάξι και στην πλάτη της είχε δυο χιονόλευκα, πεταλουδένια φτερά.
―Μη φοβάσαι, Ρεγγίνα! Είπε με μια φωνή που έμοιαζε κελάηδημα πέρδικας σε καλοκαιριάτικη νύχτα! Είμαι η Νεράιδα των παιδιών που μένουν μόνα. Κι εσύ, νιώθεις πολύ μόνη, έτσι δεν είναι;
Η Ρεγγίνα, ένιωσε να λύνεται σε ένα πικρό κλάμα.
―Έρχονται Χριστούγεννα, Νεράιδα μου, όλα τα παιδιά θα είναι στα σπίτια τους με μαμά και μπαμπά, με πολλά χριστουγεννιάτικα γλυκά και κουζίνες που μυρίζουν βανίλια και κανέλα και σοκολάτα...κουζίνες που μυρίζουν μαμά... η δική μας θα είναι άδεια, και θα μυρίζει μονάχα...τίποτα... το τίποτα της καθημερινότητας... δεν το μπορώ... κι ο Τίτο, κλαίει κρυφά και νομίζει πως δεν το ξέρω...
Η Νεράιδα άπλωσε το όμορφο, ευωδιαστό της χέρι που ήταν σαν πλοκάμι από νεφελώματα κι αστέρια και χάιδεψε τα μαλλιά της Ρεγγίνας.
―Γλυκό μου κορίτσι, δεν μπορώ να σου φέρω πίσω τους γονείς σου γιατί ήταν δική τους επιλογή να φύγουν κι αυτό δεν πρέπει να το αλλάξω. Όμως μπορώ να σου απαλύνω τον πόνο.
―Πώς, γλυκειά μου Νεράιδα;
Από τα πάλλευκα χέρια εμφανίστηκε ένα μπουκέτο τριαντάφυλλα. Κόκκινα και λαμπερά. Το άρωμά τους πλημμύρισε το χιονισμένο παρκάκι.
―Πάρτα, Ρεγγίνα μου, είναι για σένα. Κάθε φορά που νιώθεις να σε πνίγει η απελπισία θα τα μυρίζεις και η ψυχή σου θα ξεσυννεφιάζει και θα μπορείς να πολεμάς, σ’ ό,τι σου συμβαίνει. Δεν θέλουν νερό, θέλουν μονάχα ένα χαρούμενο δάκρυ. Αν ποτέ βρεθείς σε κίνδυνο, εσύ ή κάποιος που αγαπάς, θα τα φας ή θα του τα δώσεις να τα φάει.
―Θα φάω τα τριαντάφυλλα; Μα ούτε θέλω, ούτε μπορώ...
―Τότε, θα μπορέσεις, πίστεψέ με.

Η Ρεγγίνα, ευχαρίστησε τη νεράιδα, πήρε τα λουλούδια, και γύρισε στο σπίτι. Στο δρόμο, τα μύρισε πολλές φορές και η καρδιά της μπόρεσε να δει το στολισμένο δέντρο στη μεγάλη πλατεία, τον Άη- Βασίλη που έβγαζε φωτογραφίες με τα παιδιά από κάτω, τη φάτνη και τα χαρούμενα ζευγαράκια που έκαναν πατινάζ στην κρυσταλλιασμένη λίμνη. Χαμογέλασε και στον ελεγκτή των εισιτηρίων στο λεωφορείο. Έφτασε σπίτι και βρήκε τον παππού να φτιάχνει χριστουγεννιάτικη πουτίγκα μαζί με τον Τίτο.
―Μπα, πώς και φτιάχνετε γλυκό; Ρώτησε μπαίνοντας, με τα μαγουλάκια της ακόμη κατακόκκινα από το κρύο. Ο παππούς πήγε κοντά και τη φίλησε.
―Έτσι, ξαφνικά, μας ήρθε η ιδέα να φτιάξουμε την πουτίγκα που μας αρέσει! Λες και πέρασε ένας άνεμος κεφιού...Ω, τι ωραία λουλούδια! Πού τα βρήκες; Τίτο, φέρε ένα βάζο, αγόρι μου.
Η Ρεγγίνα έβαλε τα όμορφα τριαντάφυλλα στο βάζο και πήγε με χαρά να βοηθήσει.
Έτσι, ήρθε η μέρα των Χριστουγέννων. Η Ρεγγίνα καθάρισε το σπίτι και με τον Τίτο και τον παππού, το στόλισαν. Μαγείρεψαν τη γαλοπούλα και έφτιαξαν ορεκτικά και είχαν ξαναφτιάξει και πουτίγκα.
Κάθε μέρα, δεν ξεχνούσε να θρέψει τα λουλούδια με ένα δάκρυ χαράς για την καινούργια μέρα που ξημέρωνε. Τα τριαντάφυλλα ήταν ο καινούργιος της θησαυρός. Τα πρόσεχε σαν τα μάτια της.
Έτσι, πέρασε ένας χρόνος.
Ήρθαν και πάλι τα Χριστούγεννα και πάλι η μαμά κι ο μπαμπάς δεν ήρθαν αλλά τώρα η Ρεγγίνα δεν έκλαιγε πια.
Ακόμα ένας χρόνος πέρασε ...
Αυτά τα Χριστούγεννα τα δύο αδέλφια ένιωσαν μια μεγάλη έκπληξη. Ξαφνικά, μπροστά στην πόρτα, έστεκαν η μαμά και ο μπαμπάς! Πιο γερασμένοι, αλλαγμένοι αλλά ναι, ήταν αυτοί. Τα παιδιά και ο παππούς χάρηκαν πάρα πολύ. Αυτά ήταν τα πιο όμορφα Χριστούγεννα! Μαγείρεψαν και έφαγαν όλοι μαζί, ευλογημένοι κι ευτυχισμένοι. Οι επόμενες μέρες όμως ήταν αποκαλυπτικές. Η μαμά και ο μπαμπάς μάλωναν πολύ. Ο Τίτο άκουγε τις φωνές τους και δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Η Ρεγγίνα, άρχισε να τους παρακολουθεί διακριτικά, ώσπου μια μέρα κάλεσαν τα παιδιά και τους ανακοίνωσαν κάτι:
―Εμείς, παιδιά μας, δεν μπορούμε να ζήσουμε άλλο μαζί, γι’ αυτό, αποφασίσαμε να χωρίσουμε. Εσύ, Ρεγγίνα, θα έρθεις μαζί μου και ο αδελφός σου με το μπαμπά.
Αυτό ήταν μια βόμβα στη ζωή τους. Η Ρεγγίνα ένιωσε έτοιμη να λιποθυμήσει.
―Όχι! Αναφώνησε. Εσείς τις ζωές σας μπορείτε να τις κάνετε όπως θέλετε, αλλά εμάς αφήστε μας εδώ! Έχουμε συνηθίσει εδώ, ζούμε τόσα χρόνια, εδώ είναι το σχολείο μας οι φίλοι μας... όχι, εμάς να μας αφήσετε εδώ! Αν μας αγαπάτε, αφήστε μας εδώ!..
Ξαφνικά, μια σκιά πέταξε κάτω την καρέκλα που καθόταν, κι έφυγε σαν αστραπή προς την εξώπορτα. Ο Τίτο, κλαίγοντας, έτρεξε έξω από το σπίτι, βγήκε στο δρόμο αλλά... δεν είδε το βαν που ερχόταν με ταχύτητα και πριν προλάβει οποιοσδήποτε να αντιδράσει, ο μικρός τινάχτηκε ψηλά κι έπεσε σαν σακί στο δρόμο. Έτρεξαν όλοι από πάνω του, και σε λίγα λεπτά ήρθε το ασθενοφόρο.
―Δυστυχώς, είναι πολύ άσχημα... είπε ο γιατρός στους γονείς και τη Ρεγγίνα. Όλοι μαζί άρχισαν να κλαίνε και να ρίχνουν τα βάρη στον εαυτό τους.
―Ίσως να φταίμε όλοι... είπε η Ρεγγίνα δυστυχισμένα. Σημασία έχει να γίνει καλά ο Τίτο. Δάκρυα πικρά έτρεχαν από τα μάτια της και τότε θυμήθηκε. Θυμήθηκε τα τριαντάφυλλα που της είχε δώσει η Νεράιδα. Πετάχτηκε από την καρέκλα της. Οι γονείς της την κοίταξαν απορημένοι.
―Θα γυρίσω αμέσως! Τους είπε κι έφυγε εν ριπή οφθαλμού. Γύρισε σε μισή ώρα με τα λουλούδια.
―Αφήστε με γιατρέ να δω τον αδελφό μου. Παρακάλεσε το γιατρό.
―Δε γίνεται...
―Σας παρακαλώ, πρέπει να τον δω, είναι ανάγκη. Σας παρακαλώ!
Σαν μια δύναμη να την οδηγούσε, πέρασε στην εντατική. Φτάνοντας κοντά στον αδελφό της που ήταν σε κώμα, τα τριαντάφυλλα, έχασαν το χρώμα τους, κιτρίνισαν, άλλαξαν άρωμα και τα κοτσάνια τους έπεσαν. Η Ρεγγίνα έκοψε ένα κομματάκι από ένα πέταλο, που είχε γίνει σαν μπισκότο τραγανό, και το έβαλε στο στόμα του Τίτο. Το παιδί, αρχικά κούνησε ελαφρά το ένα του βλέφαρο κι ύστερα άνοιξε τα μάτια. Κοίταξε τη Ρεγγίνα κι ύστερα στριφογύρισε στο στόμα του όσο μπορούσε από τα σωληνάκια, το μπισκότο και το έφαγε. Η Ρεγγίνα, τρελαμένη από χαρά, χτύπησε κουδούνια, άρχισε να φωνάζει το γιατρό και τις νοσοκόμες, και λίγο μετά, διαπιστώθηκε ότι το παιδί ήταν εντελώς καλά σαν να μην είχε συμβεί το παραμικρό.
Όταν την επόμενη μέρα, βρέθηκε όλη η οικογένεια στο σπίτι η Ρεγγίνα αποκάλυψε το μυστικό των λουλουδιών. Κι όλοι, βάλθηκαν να φτιάξουν ένα γλυκό που να μοιάζει στη γεύση με τα ρόδα που έκαναν καλά το μικρούλη. Κανείς, δεν το κατάφερε, εκτός από τον Τίτο, που φαινόταν να ήξερε τη συνταγή από πάντα. Και να τι χρησιμοποίησε:

6 αυγά από κότες που βόσκουν στις ρεματιές
* ξύσμα πορτοκαλιού πολύ λεπτό, λιωμένο, από πορτοκαλιά φυτεμένη ανατολικά
* αλεύρι των μαγισσών που φουσκώνει μόνο του
* 3 κούπες μέλι από μέλισσες που χορεύουν
* 1 1/2 κούπες νερό που τραγουδά
* 3 κούπες καρύδια ψιλοκομμένα από καρυδιά που ακουμπά στο ουράνιο τόξο
* 2 κουταλάκια κανέλα από ευωδιαστά σύννεφα
* λάδι που έχει βγει σε ελαιοτριβείο ξωτικών, για το τηγάνισμα


Και να και τι έκανε:

* Χτύπησε ελαφρά τα αυγά σε ένα μπολ. Έριξε το ξύσμα πορτοκαλιού και όσο αλεύρι χρειάστηκε, ζυμώνοντας ώσπου να πετύχει μια ζύμη πολύ σφιχτή.
* Χώρισε τη ζύμη σε 8 μέρη και έπλασε 8 μπαλάκια. Τα σκέπασε με πλαστική μεμβράνη και τα άφησε να σταθούν για 1 ώρα.
* Άνοιξε με τον πλάστη κάθε μπαλάκι σε φύλλο όσο πιο λεπτό μπορούσε. Αλεύρωνε την επιφάνεια συχνά για να μην κολλάει η ζύμη. Μπορούσε να χρησιμοποιήσει και νισεστέ αντί για αλεύρι. Έτσι τα φύλλα θα άνοιγαν πιο εύκολα.
* Έκοψε τα φύλλα σε λωρίδες με 3 εκ πλάτος και 25 - 30 εκ μήκος. Έβαλε μπόλικο λάδι σε μια κατσαρόλα με βαθύ πάτο και το έβαλε επάνω σε δυνατή φωτιά να κάψει. Μετά, πέρασε την μια άκρη κάθε λωρίδας ανάμεσα στα δόντια ενός πιρουνιού και την στερέωσε τυλίγοντάς τη λίγο γύρω από το πιρούνι. Με το άλλο του χέρι κράτησε την άλλη άκρη της λωρίδας. Βούτηξε το πιρούνι μαζί με τη ζύμη μέσα στο καυτό λάδι και περιστρέφοντάς το τύλιξε την υπόλοιπη λωρίδα λίγη λίγη καθώς ψηνόταν, γύρω από το πιρούνι.
* Τηγάνισε τις δίπλες ώσπου να ροδίσουν από όλες τις πλευρές. Μόλις τις έβγαλε τις ακούμπησε σε απορροφητικό χαρτί να στραγγίσει το λάδι τους. Ύστερα, έβαλε σε βαθουλή κατσαρολίτσα το μέλι με το νερό να βράσουν. Αφαίρεσε τον αφρό και πρόσθεσε τις δίπλες λίγες λίγες αφήνοντάς τες να βράσουν λίγα λεπτά. Όταν τις έβγαλε από το μέλι τις πασπάλισε με τα καρύδια και την κανέλα που είχε ανακατέψει προηγουμένως.


―Μα πώς κατάφερες να φτιάξεις τη συνταγή, επακριβώς; Τον ρωτούσαν όλοι παραξενεμένοι. Ο μικρούλης τους κοίταξε με γλυκό βλέμμα και τους αποκάλυψε το μυστικό του.
―Να, όσο κοιμόμουν στο νοσοκομείο, ήρθε μια νεράιδα στον ύπνο μου, μια φωτεινή νεράιδα και μου είπε πώς να φτιάχνω τα τριαντάφυλλα των Χριστουγέννων. Αλλά για να πετύχουν μου είπε, πρέπει να αγαπάς. Αλλιώς, δεν πετυχαίνει…

phgh:neraidokiklos.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου